Ἀργεῖον

Ἀργεῖον
Ἀργεῖος
of
masc acc sg
Ἀργεῖος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”